- ἐθείρω
- ἐθείρω: till, ἀλωήν, Il. 21.347†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
εθείρω — ἐθείρω (Α) καλλιεργώ, περιποιούμαι μέσ. εθείρομαι στολίζομαι … Dictionary of Greek